ακατάθετος

ακατάθετος
-η, -ο [καταθέτω]
αυτός που δεν έχει κατατεθεί σε τράπεζα, συμβολαιογραφείο κ.λπ.
«ακατάθετα χρήματα», «ακατάθετη διαθήκη».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακατάθετος — η, ο 1. αυτός που δεν τοποθετήθηκε κάτω: Ο θεμέλιος λίθος έμεινε ακατάθετος. 2. (για έγγραφα ή χρήματα), αυτός που δεν κατατέθηκε για φύλαξη ή για να δώσει τόκο: Τα έγγραφα έμειναν έτσι ακατάθετα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”